- τσιρλίζω
- και τσερλίζω Ν1. έχω διάρροια2. βρομίζω με τσίρλες3. μέσ. τσιρλίζομαια) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλεςβ) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» — λέγεται για άτομο που χαίρεται υπερβολικά όταν αποκτά ακόμη και ένα κοινότατο αγαθό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιρλώ, κατά τα ρ. σε ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.